уступчивый - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

уступчивый - translation to πορτογαλικά


уступчивый      
transigente, condescendente
condescendente      
снисходительный, благосклонный, уступчивый, сговорчивый, покладистый
condescendente adj      

1) снисходительный, благосклонный;
2) уступчивый, сговорчивый

Ορισμός

УСТУПЧИВЫЙ
1. готовый уступить что-нибудь без спора, сговорчивый.
У. характер.
2. расположенный уступами, имеющий уступы.
Уступчатая возвышенность.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για уступчивый
1. Зато народ здесь живет уступчивый: смело можете торговаться.
2. Непреклонный порой, но и уступчивый, если душа просит.
3. Он симпатичный, покладистый, уступчивый, хорошо воспитанный, с двумя высшими образованиями.
4. Я, как мне кажется, человек, в общем, покладистый и уступчивый.
5. А недели через полторы мы поняли: Андреа - человек отзывчивый, уступчивый.